Dictionary of Greek. 2013.
σενιάρω — σενιάρω, σενιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σινιάρω — και σενιάρω Ν [σινιέ] (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ.) σινιαρισμένος, η, ο καλοντυμένος, μοντέρνος, σινιέ … Dictionary of Greek